- δισπίθαμος
- δισπίθαμοςof two spans' lengthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισπίθαμος — και δισπιθαμιαίος βλ. διπίθαμος … Dictionary of Greek
δισπίθαμον — δισπίθαμος of two spans length masc/fem acc sg δισπίθαμος of two spans length neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισπίθαμα — δισπίθαμος of two spans length neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπίθαμος — η, ο (AM δισπίθαμος, ον και δισπιθαμιαῑος, α, ον) αυτός που έχει μήκος ή ύψος δύο πιθαμών … Dictionary of Greek